- Ἐλεφαντίνα
- Ἐλεφαντίνᾱ , Ἐλεφαντίνηfem nom/voc/acc dualἘλεφαντίνᾱ , Ἐλεφαντίνηfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλεφαντίνα — ἐλεφαντίνᾱ , ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc/acc dual ἐλεφαντίνᾱ , ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφάντινα — ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντίνας — Ἐλεφαντίνᾱς , Ἐλεφαντίνη fem acc pl Ἐλεφαντίνᾱς , Ἐλεφαντίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνας — ἐλεφαντίνᾱς , ἐλεφάντινος of ivory fem acc pl ἐλεφαντίνᾱς , ἐλεφάντινος of ivory fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεφάντινα — ἐλεφάντινα , ἐλεφάντινος of ivory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντίναν — Ἐλεφαντίνᾱν , Ἐλεφαντίνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίναν — ἐλεφαντίνᾱν , ἐλεφάντινος of ivory fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… … Hofmann J. Lexicon universale
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek